- κλίνειος
- κλίνειος, -εία, -ον (Α)αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κλίνη («ξύλα κλίνει' εἰς ὀγδοήκοντα μνᾶς ἄξια», Δημοσθ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + επίθημα -ειος (πρβλ. κήπ-ειος, λεόντ-ειος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλίνεια — κλίνειος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίνειε — κλίνειος of masc voc sg κλί̱νειε , κλίνω sráyati aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίνει' — κλίνεια , κλίνειος of neut nom/voc/acc pl κλίνειε , κλίνειος of masc voc sg κλίνειαι , κλίνειος of fem nom/voc pl κλί̱νειε , κλίνω sráyati aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)